Για τον Στοουνερ

«Τη ζωή μου πιο πολύ την έπαθα παρά την έφτιαξα»

Οίδιπους επί Κολονώ, 266-7

1.

Πολλοί την αρχαία φιλοσοφία την έχουν για κάτι θεωρητικό, αφηρημένο, τελικά αδιάφορο για τις πραγματικές μας φροντίδες. Δεν ξέρουν. Η αρχαία φιλοσοφία κορυφώνεται σε μια μεταφυσική. Σε αντίθεση μ’ ό,τι έχει καταντήσει να σημαίνει σήμερα ο όρος, η μεταφυσική ασχολείται με το ερώτημα τι σημαίνει να είναι κάτι υπαρκτό. Κι η αρχαία μεταφυσική απαντάει σε τούτο το ερώτημα ως εξής: ύπαρξη σημαίνει πράξη, έργο. 

Αν ύπαρξη σημαίνει πράξη, τότε το να μάθω τι είναι ένα πράγμα, ένα ον, σημαίνει να μάθω τι κάνει το ον αυτό, ποια είναι τα έργα του. Κι αν το ον που θέλω να μάθω είναι ένας άνθρωπος, τότε το να μάθω τι είναι αυτός ο άνθρωπος σημαίνει να μάθω τι κάνει αυτός ο άνθρωπος. Κι αν η ζωή ενός ανθρώπου είναι το σύνολο των όσων έκανε ο άνθρωπος αυτός, τότε το να μάθω έναν άνθρωπο πραγματικά σημαίνει να μάθω τη ζωή του, τον βίο του. 

2.

Στον Στόουνερ ο Τζων Γουίλλιαμς κάνει ακριβώς αυτό: μας δείχνει έναν άνθρωπο, ολόκληρο, περιγράφοντας ολόκληρη τη ζωή του, απ’ τη μέρα που γεννήθηκε μέχρι εκείνη που πέθανε. Τελειώνοντας το βιβλίο σκέφτεσαι: ξέρω τον Στόουνερ, τον ξέρω όλον. Κι αυτό γεννά μια σκέψη κάπως τρομαχτική: ο Στόουνερ όλος χώρεσε σ’ ένα βιβλίο. Δεν μένει τίποτα άλλο. 

Υπάρχει η ιδέα ενός υπόλοιπου. Η ιδέα πως όλοι έχουμε κάτι, ένα κομμάτι κρυμμένο, άγνωστο στους άλλους, άγνωστο ακόμα και στον ίδιο μας τον εαυτό. Και θεωρούμε πως ο αληθινός εαυτός μας βρίσκεται σ’ αυτό το άλλο κομμάτι, το κρυμμένο, το υπόλοιπο. Και λέμε μέσα μας πως αυτό το υπόλοιπο, το ενδεχομένως απέραντο, αυτό δεν βγαίνει στην επιφάνεια. Εδώ, επιφάνεια είναι η γλώσσα. Ο αληθινός εαυτός μας, φανταζόμαστε, δεν μπαίνει σε λέξεις. 

Ο Γουίλλιαμς καταφέρνει και δείχνει πώς ένας ολόκληρος άνθρωπος χωράει σε λέξεις. Δείχνει, μ’ άλλα λόγια, τι μπορεί να κάνει η καλή λογοτεχνία. Δείχνει πόσα πολλά μπορούν να ειπωθούν, όταν υπάρχει εκείνος που ξέρει να λέει ― ο καλός συγγραφέας. Το πιο εντυπωσιακό ίσως είναι με πόσο λιτά μέσα το καταφέρνει αυτό. Χωρίς εντάσεις, χωρίς ταραχή, χωρίς μεγάλες λέξεις. Όλα, και τα πιο τραγικά, και τα πιο φορτισμένα, όλα αποδίδονται με μια ανέφελη ηπιότητα που συμπάσχει μα δεν συγχωρεί.

3.

Ο Χέγκελ το είπε Unruhe, ανησυχία. Αυτό είναι ο άνθρωπος: ανησυχία. Ο άνθρωπος είναι το πλάσμα που δεν στέκεται ήσυχο, το πλάσμα που αρνείται. Αρνούμαι κάτι πάει να πει: δεν το παίρνω σαν δεδομένο, δεν το θεωρώ αναγκαίο, το αμφισβητώ. Όχι, μπορεί να είναι κι αλλιώς. Να είμαι άνθρωπος σημαίνει ν’ αναλογίζομαι τη δυνατότητα του ανύπαρκτου, αυτού που δεν είναι δεδομένο. Γι’ αυτό και για τον Χέγκελ, η ρίζα του ανθρώπου είναι η φαντασία του, η ικανότητά του δηλαδή να βλέπει με τον νου του αυτό που δεν βλέπει με τα μάτια του, αυτό που δεν είναι ακόμα ή πλέον εδώ. 

Ο Στόουνερ είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει φαντασία. Ο Στόουνερ δεν είναι ανήσυχος. Κι όμως είναι εντελώς ανθρώπινος.

4.

Η πρώτη έννοια που θα σκεφτεί κανείς διαβάζοντας την ιστορία του Στόουνερ θα ήταν η έννοια της μετριότητας. Ο Γουίλλιαμς υποβάλλει από την αρχή την έννοια αυτή, περιγράφοντας όχι τη γέννηση αλλά το μνημόσυνο του Στόουνερ. Δεν έγινε τίποτα σπουδαίο. Τέτοιος ήταν ο Στόουνερ. Τίποτα σπουδαίο, τίποτα αξιομνημόνευτο. Μια ύπαρξη αδιάφορη.

Η ιδέα της μετριότητας φέρνει σκέψεις αποτυχίας. Δεν κατάφερες να ξεχωρίσεις, δεν κατάφερες να χτίσεις μια ζωή που ν’ άξιζε τον κόπο. Η περίπτωση του Στόουνερ δεν είναι αυτή. Δεν είναι ότι προσπάθησε κι απέτυχε. Ο Στόουνερ δεν διεκδίκησε καν να έχει η ζωή του ενδιαφέρον. Δεν διανοήθηκε μια τέτοια δυνατότητα. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του: ο Στόουνερ είναι ένας άνθρωπος που δεν φαντάστηκε την ιδέα μιας ευτυχίας. 

5.

Όταν οι γονείς του Στόουνερ πρωτοπαρουσιάζονται, δεν μπορούμε ακόμα να φανταστούμε πόσο δραματικά θα καθορίσουν τη ζωή του μοναχογιού τους. Φτωχοί αγρότες, αποκομμένοι στο χτήμα τους, ζουν μέσα στη φύση μα πιο πολύ κόντρα σ’ αυτή. Παλεύουν, εγκλωβισμένοι στην κυκλική αναγκαιότητα του κόσμου, όχι από όνειρο, μα από χρεία. Σκάβουν, ιδρώνουν, περιμένουν. Στο μεταξύ αναπαράγονται. Όμοια με τις αναρίθμητες γενιές των ανθρώπων, έτσι κι αυτοί παλεύουν για να επιβιώσουν και ν’ αναπαραχθούν. Δεν προσμένουν τίποτα άλλο.

Όπως οι σκύλοι και οι γάτες, έτσι κι οι άνθρωποι έχουν ήθη. Τα ήθη τους είναι κώδικες που ρυθμίζουν πώς θα δώσουν τον αγώνα τους, τον αγώνα που είναι η ζωή τους. Τα ήθη τα παρέλαβαν και τα μεταδίδουν. Διαμορφώνουν το πλαίσιο μες στο οποίο διαδραματίζεται η ζωή των ανθρώπων, τα όρια της ζωής. Τα ήθη λένε στους ανθρώπους: «αν γίνει αυτό, κάνε αυτό»· «αν γίνει το άλλο, πες το άλλο». Αν κάποιος γνωρίζει τα ήθη ενός ανθρώπου που φέρεται με βάση τα ήθη του, δίχως να τ’ αμφισβητεί και να τα μεταπλάθει, τότε γνωρίζει τι θα κάνει ο άνθρωπος αυτός σε κάθε περίπτωση. Θα είναι σα να γνωρίζει πώς λειτουργεί μια μηχανή. 

Οι γονείς του Στόουνερ δεν μοιάζουν τόσο με μηχανές όσο με δέντρα που τα βαρά ο άνεμος. Ακίνητοι, αγκομαχούν, παλεύουν να επιβιώσουν. Λίγα ξέρουν, λίγα μπορούν. «Στρέφουν προς τον κόσμο που τους καταπίεζε πρόσωπα ανέκφραστα, σκληρά και σκοτεινά». Ούτε αυτοί έχουν την ιδέα μιας ευτυχίας. Αντιλαμβανόνται τη ζωή σαν μια προδιατεταγμένη ταλαιπωρία την οποία πρέπει ν’ αντέξεις γιατί το οφείλεις, γιατί αυτό είναι ο άνθρωπος. 

6.

Ο Στόουνερ έζησε μια ζωή αλλιώτικη από κείνη των προγόνων του. Γεννήθηκε στα χωράφια αλλά στα μέσα της διαδρομής άλλαξε πορεία ― από κάτι που πιο πολύ έμοιαζε με σφαλιάρα παρά επιλογή. Από χωρικός έγινε πανεπιστημιακός. Δεν ήταν άνθρωπος χωρίς ικανότητες. Όταν ήταν ακόμα φοιτητής τον ρώτησαν: «Ποια είναι τα σχέδιά σας για το μέλλον;». Ο Στόουνερ απάντησε: «Δεν ξέρω, δεν το έχω σκεφτεί». Δεν ήξερε να σκέφτεται τον εαυτό του. Δεν τον ενδιέφερε το θέμα. 

Ο Στόουνερ προχωρά με μια κληρονομημένη φόρα. Όταν εμφανίζονται προβλήματα, δεν επιχειρεί να τα λύσει. Το να λύσω ένα πρόβλημα σημαίνει ήδη ότι έχω έναν σκοπό που το πρόβλημα τον εμποδίζει. Όμως, ο Στόουνερ δεν έχει σκοπούς. Έχει μόνο συνήθειες. Για τον Στόουνερ προβλήματα δεν υπάρχουν. Αυτό εξηγεί αυτή την ατάραχη παθητικότητα με την οποία υποδέχεται κάθε καταστροφή. Για τον Στόουνερ κάθε πρόβλημα είναι απλώς μια κατάσταση που δεν την περίμενε κι απέναντι στην οποία δεν έχει μια συνήθεια ν’ αντιτάξει. Παρατηρεί τη νέα κατάσταση και προσαρμόζεται σ’ αυτήν. Δεν φέρνει αντίσταση.

7.

Για αιώνες καλλιεργούσαν νυφούλες. Η γυναίκα συγκεφαλαιωνόταν στην αναπαραγωγική της λειτουργία. Το κορίτσι έπρεπε νά ’ναι αγνό. Αγνό σήμαινε: ανίδεο σε ό,τι αφορά τα φυσικά προαπαιτούμενα της αναπαραγωγής, δηλαδή τη σεξουαλικότητα. Ένα τέτοιο καλό κι ανίδεο κορίτσι ήταν η Ίντιθ, που διάλεξε ο Στόουνερ για γυναίκα του. Την είχαν καλλιεργήσει όπως όλα τα κορίτσια της τάξης της. Όλη της η ανατροφή ήταν προσανατολισμένη στον αναπαραγωγικό της σκοπό, για τον οποίο δεν γνώριζε τίποτε. 

Δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα. Δεν χρειαζόταν να κερδίσει τίποτα. Δεν έπρεπε να προσπαθήσει για τίποτα. Ήταν αγνή. Θα τη διάλεγαν, και τότε θά ’χε τα πάντα. Αλλά διαψεύστηκε. Με τον Στόουνερ δεν βρήκε αυτά που ονειρευόταν, που πίστευε ότι δικαιούνταν. Κι αφού ο Στόουνερ δεν της τα έδωσε, μόνη της δεν μπορούσε να τα κερδίσει. Γιατί ήταν η γυναίκα. Και οι γυναίκες σαν την Ίντιθ ―έτσι ήταν αναθρεμμένη να πιστεύει― δεν κερδίζουν τίποτα, δεν προσπαθούν για τίποτα. Την ευτυχία δεν την κερδίζουν. Τους τη χαρίζουν οι άντρες τους. Όταν η Ίντιθ κατάλαβε ότι ο Στόουνερ δεν θα της έδινε αυτά που ονειρευόταν, όταν κατάλαβε ότι μ’ αυτό τον γάμο καταδικάστηκε στη δυστυχία, τον μίσησε. 

8. 

Ο πόλεμος της Ίντιθ στον Στόουνερ περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια. Η Ίντιθ μεθοδικά και συστηματικά φρόντισε να στερήσει από τον Στόουνερ καθετί που του έδινε χαρά. Τη συμπεριφορά αυτή ο Στόουνερ δεν την περίμενε. Περίμενε ότι θα ζούσε μια τρυφερή οικογενειακή ζωή. Όταν κατάλαβε πως αυτό δεν θα ερχόταν, απλώς προσαρμόστηκε. Δεν έφερε αντίσταση. Προσπάθησε μονάχα να πιάσει μια γωνιά στη ζωή λίγο πιο βολική, κάπως πιο υποφερτή.

Ο Στόουνερ είναι ικανός για πάθος. Αλλά το πάθος τού έρχεται σαν εξωτερικό χτύπημα. Παθιάστηκε με τη φιλολογία. Ερωτεύτηκε την Ίντιθ. Ερωτεύτηκε μια φοιτήτριά του, την Κάθριν. Υποδέχεται το πάθος, όπως υποδέχεται μια πάθηση. Ερωτεύεται όπως αρρωσταίνει. Παθητικά. Διαπιστώνει το μοιραίο και προσαρμόζεται. 

Την ίδια παθητικότητα θα δείξει όταν η Ίντιθ, δίχως λύπηση, καταστρέφει και τη σημαντικότερη σχέση της ζωής του, αυτή με την κόρη του, την Γκρέις. Ούτε τότε αντιδρά. Δεν αδιαφορεί μόνο για τη δική του μοίρα. Ακόμα κι όταν συνειδητοποιεί ότι η Ίντιθ πληγώνει την κόρη τους, ακόμα και τότε παρακολουθεί παθητικά.

Δεν είναι δειλία. Ο Στόουνερ ξέρει να δείχνει θάρρος. Δεν είναι τεμπελιά. Ο Στόουνερ είναι σε θέση να παλεύει νυχθημερόν με τις ασχολίες του. Είναι αδιαφορία, με τη βαθύτερη σημασία του όρου. Υπό μία έννοια, ο Στόουνερ βλέπει τη ζωή να βρίσκεται πέραν του καλού και του κακού, πέραν του ωραίου και του άσχημου, πέραν του επιθυμητού και του ανεπιθυμήτου. Η ζωή απλώς δεν έχει σημασία στα μάτια του. Κι όμως δεν είναι κυνικός. Δεν είναι μηδενιστής. Δεν βλέπει τον κόσμο αφ’ υψηλού. Ούτε και θεωρεί πως τίποτα δεν αλλάζει. Είναι απλώς αδιάφορος για τη ζωή του. Ζει, όπως ζει, από συνήθεια.

9. 

Όσο φωτίζουν τη μορφή του Στόουνερ οι γονείς του, ακόμα περισσότερο τη φωτίζει η κόρη του. Η Γκρέις, το συνεσταλμένο και τρύφερο παιδί, που ομόρφαινε τη ζωή του Στόουνερ, σπρώχνεται σιγά-σιγά στην εγκατάλειψη του εαυτού της. Στα εικοσικάτι της είναι ήδη «σχεδόν πεθαμένη». Παύει να ζητά την ευτυχία. 

Ποιος τη σκότωσε; Η έλλειψη της αγάπης. Όπως κάθε παιδί μιμήθηκε τους γονείς της. Δεν την αγάπησαν, έτσι κι αυτή έπαψε ν’ αγαπά τον εαυτό της. Μέθυση, άπραγη, σχεδόν ναρκωμένη, δηλώνει ικανοποιημένη: «θα συνέχιζε τη ζωή της ήσυχα, πίνοντας λίγο περισσότερο χρόνο με τον χρόνο, ναρκώνοντας τον εαυτό της για να μη νιώθει πόσο κενή ήταν η ζωή της». Ο αφηγητής αποφαίνεται: «ήταν σχεδόν ευτυχισμένη στην απελπισία της».

10.

Σε μια συνέντευξη, ο Τζων Γουίλλιαμς χαρακτήρισε τον Στόουνερ «ήρωα» κι αρνήθηκε πως έζησε μια «θλιβερή ζωή». Για τον Γουίλλιαμς ο Στόουνερ «έζησε μια πολύ καλή ζωή». 

Είναι ενδιαφέρον κι αναζωογονητικό ο αναγνώστης να διαφωνεί τόσο ριζικά με τον συγγραφέα για το δημιούργημα του συγγραφέα. Γιατί γι’ αυτόν τον αναγνώστη, ο Στόουνερ είναι μια ιστορία πραγματικά λυπητερή, η ιστορία μιας ζωής αληθινά δυστυχισμένης. 

Ο Στόουνερ θαυμάστηκε πολύ, έστω κι αν αυτός ο θαυμασμός ήρθε πολύ αργά. Χαρακτηρίστηκε το «τέλειο» μυθιστόρημα. Μάλλον είναι. Ότι με το επόμενο βιβλίο του, τον Αύγουστο, ο Γουίλλιαμς κατάφερε και ξεπέρασε τον εαυτό του, αυτό γεννά ταπείνωση, δέος κι ευγνωμοσύνη.