Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα αναπάντεχο βιβλίο. Λέγεται «Αδιάλλακτη ηθική εναντίον ηθικής ελευθερίας». Είναι του Πωλ Βαλαντιέ και κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση του Θεόδωρου Κοντίδη. Δύσκολα θα κατανοηθεί η σημασία της θεματικής του βιβλίου, όσο δεν κατανοείται το πλαίσιο της θεματικής αυτής.
Είναι δύο θέσεις. Η μία λέει: όλα τα φυσικά όντα διέπονται από αναγκαίους νόμους που καθορίζουν τη συμπεριφορά τους· ο άνθρωπος είναι ένα τέτοιο ον. Η άλλη λέει: ο άνθρωπος είναι ένα ξεχωριστό ον, διαφορετικό απ’ όλα τ’ άλλα, γιατί είναι ελεύθερο.
Η πρώτη θέση λέει: τίποτα μέσα στη φύση δεν είναι ιερό. Η άλλη λέει: ο άνθρωπος είναι ιερός. Οι δυο θέσεις αντιμάχονται η μία την άλλη: νομοτέλεια της φύσης, αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Και οι δυο μαζί, όμως, είναι οι βάσεις της εικόνας για τον κόσμο που έχει ο σύγχρονος άνθρωπος.
Θα περίμενε κανείς πως η διαμάχη αυτή θα γεννιόταν την εποχή των επιστημονικών επαναστάσεων. Τότε που η νεότερη φυσική θα έδειχνε πως ολόκληρος ο κόσμος διέπεται από λίγους νόμους, σαν αυτούς του Νεύτωνα. Επαναστάσεις που γεννήθηκαν με τη σειρά τους από το ελεύθερο εκείνο φρόνημα το αποφασισμένο ν’ αμφισβητήσει κάθε αυθεντία και κάθε ατεκμηρίωτο ισχυρισμό.
Το παράδοξο, όμως, είναι ότι η διαμάχη δεν συνέβη τότε. Έγινε έναν αιώνα νωρίτερα. Και δεν αφορούσε τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο και τη σχέση του με την υπόλοιπη φύση. Αφορούσε τη σχέση του ανθρώπου με αυτόν που κατανοούνταν ως ο θεός του ανθρώπου, ο χριστιανικός θεός. Είναι η διαμάχη που ξεκίνησε με τη Μεταρρύθμιση.
Μπορεί ο άνθρωπος να είναι καλός; Αν είναι καλός, τότε σώζεται. Αν όχι, τότε χάνεται για πάντα. Από την καλοσύνη του ανθρώπου εξαρτάται η σωτηρία του ή ο αιώνιος χαμός του. Η ζωή κι ο θάνατός του.
Ο χριστιανισμός λέει: ο θεός έκανε τον άνθρωπο καλό. Όμως, ο άνθρωπος χάλασε τον εαυτό του. Ο θεός δεν μπορούσε να τον εμποδίσει, γιατί τον είχε κάνει κατ’ εικόνα και ομοίωσή του, δηλαδή ελεύθερο. Κι ο άνθρωπος έγινε κακός. Αυτό είναι το προπατορικό αμάρτημα.
Επειδή έγινε κακός, ο άνθρωπος αναγκαστικά θα χανόταν. Πώς θα μπορούσε να σωθεί; Έπρεπε να παρέμβει ο θεός. Και παρενέβη. Ο θεός έγινε άνθρωπος κι αποκατέστησε την καλοσύνη του ανθρώπου. Όμως, η ιστορία δεν τέλειωσε. Συνεχίζεται και μετά τη σάρκωση και την ανάσταση του θεού.
Πώς είναι ο άνθρωπος τώρα που ο Χριστός αναστήθηκε και αποκατέστησε τη φύση του ανθρώπου; Είναι ήδη σωσμένος ή έχει κάτι να κάνει ο ίδιος για να κερδίσει τη σωτηρία του; Αυτό είναι το ερώτημα.
Αν είναι ήδη σωσμένος, τότε η σωτηρία του πετυχαίνεται ερήμην του. Δεν είναι έργο δικό του. Είναι έργο του θεού και μόνο. Είναι ένα δώρο, μια χάρη. Και είναι χάρη, ακριβώς γιατί ο άνθρωπος δεν την αξίζει, γιατί δεν έκανε τίποτα για να τη δικαιούται. Όμως, η χάρη αυτή την ίδια στιγμή που σώζει τον άνθρωπο, μοιάζει και να τον υποδουλώνει, υπό την εξής παράδοξη έννοια: υποδουλώνει τον άνθρωπο στη σωτηρία. Η ιδέα ενός ανθρώπου προορισμένου από τον θεό να σωθεί μπορεί να κάνει κάποιους να προτιμήσουν να πεθάνουν, έτσι από πείσμα.
Τα ζητήματα που έθεσε η Μεταρρύθμιση συνταράξανε την Ευρώπη. Δίχασαν τη δυτική χριστιανοσύνη. Καθώς εδραιώνεται ο προτεσταντισμός, ο καθολικισμός κι αυτός αλλάζει. Γεννιέται το τάγμα των Ιησουιτών. Παλιά ερωτήματα τίθενται με νέους τρόπους. Τα κράτη μετασχηματίζονται, οι οικονομίες μεταλλάσσονται, οι κοινωνίες γίνονται σιγά-σιγά αγνώριστες. Και οι συζητήσεις είναι πυρετώδεις.
Μια τέτοια πυρετώδης μορφή είναι κι η μορφή του Πασκάλ. Τον Πασκάλ τον αγαπάνε πολλοί, γιατί γράφει με φλόγα και με πολύ πόνο, και στους μοντέρνους ανθρώπους ο πόνος αρέσει. Οι μοντέρνοι εκτιμάνε τον πόνο γιατί ασυναίσθητα τον θεωρούνε σαν την μόνη πηγή της αλήθειας.
Ο Πασκάλ ήταν ένας μεγάλος επιστήμονας, που τα παράτησε όλα για ν’ αφοσιωθεί στη φροντίδα της ψυχής του, δηλαδή στο χριστιανισμό. Καθολικός ο ίδιος, τα έβαλε με τους καθολικούς Ιησουίτες και έγραψε τις “Επαρχιακές Επιστολές”. Τα έβαλε μαζί τους γιατί θεωρούσε πως οι Ιησουίτες ήταν υπαίτιοι για την σκληρή επίθεση που είχε δεχθεί μια θεολογική σχολή που ο ίδιος συμπαθούσε: οι γιανσενιστές του Πορ Ρουαγιάλ.
Σ’ εκείνη τη διαμάχη μοιάζει να κέρδισαν οι Ιησουίτες. Το μοναστήρι του Πορ Ρουαγιάλ ισοπεδώθηκε, οι θέσεις τους απαγορεύτηκαν. Αναδρομικά, όμως, φαίνεται ότι κέρδισε ο Πασκάλ. Τον Πασκάλ σήμερα οι μορφωμένοι άνθρωποι τον αγαπάνε και τον διαβάζουν. Τους Ιησουίτες πάλι μοιάζει να μην τους αγαπάει κανείς.
Ο Πωλ Βαλαντιέ είναι ένας Ιησουίτης της εποχής μας. Γράφει γιατί θέλει να επανέλθει στην πολεμική που άνοιξε ο Πασκάλ και να τη θέσει σε νέα βάση. Θέλει να αποδώσει δικαιοσύνη και να υπερασπιστεί τους Ιησουίτες.
Το πορτραίτο του Πασκάλ που ο Βαλαντιέ παρουσιάζει έχει ενδιαφέρον. Πολύ πιο ενδιαφέρουσες, όμως, είναι οι παρατηρήσεις του για την ιησουιτική ή «καζουιστική» ηθική.
Δείχνει τις πρακτικές ανάγκες μέσα απ’ τις οποίες γεννήθηκε η καζουιστική, με πρώτη και κύρια, την χριστιανική πρακτική της εξομολόγησης. Για να λειτουργήσει η εξομολόγηση πρέπει ο πιστός να μετανιώνει για το αμάρτημά του. Όμως, για να μετανιώσει, πρέπει πρώτα να το αντιληφθεί ως αμάρτημα. Πρέπει να έχει επίγνωση του κακού ως κακού. Πρέπει να ξέρει κι αυτός κι ο εξομολόγος του πότε έκανε κακό και πότε όχι. Και αυτό όχι αφηρημένα, αλλά μέσα στις συγκεκριμένες περιστάσεις της ζωής. Πώς μπορεί όμως να το ξέρει αυτό με σιγουριά;
Σ’ αυτό το πλαίσιο γεννιέται η καζουιστική. Κι ως τέτοια την υπερασπίζεται ο Βαλαντιέ, ως μια ηθική δηλαδή που αναγνωρίζει την πολυμορφία και την ιδιαιτερότητα των περιστάσεων της ζωής του εκάστοτε ανθρώπου, και αντιστέκεται στις εύκολες υπαγωγές του ατόμου σε γενικούς κανόνες.
Μια τέτοια προθυμία να αναγνωριστεί η ιδιαιτερότητα της ατομικής περίπτωσης, δημιουργεί υποψίες για ηθική χαλαρότητα και για πολλαπλασμό των εξαιρέσεων. Αυτή τη διαμάχη περιγράφει ο Βαλαντιέ.
Τον καιρό του Θερβάντες και του Σαίξπηρ, λίγο πριν τον καιρό του Πασκάλ, του Ντεκάρτ, και τελικά του Νεύτωνα, γράφει κι ένας Ιησουίτης καλόγερος στην Ισπανία, ο Γκρασιάν. Βιβλία του Γκρασιάν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά. Είναι παράξενο που αυτόν διαλέγει ο Βαλαντιέ ως εκπρόσωπο της ιησουιτικής σκέψης.
Όχι γιατί ο Γκρασιάν δεν έχει ενδιαφέρον. Το αντίθετο· δύσκολα μπορεί κανείς να βρει στοχαστή πιο ενδιαφέροντα από τον Γκρασιάν. Όμως, τον Γκρασιάν δύσκολα θα τον πεις χριστιανό. Τέλος πάντων, όσο θα μπορούσες να πεις χριστιανό και τον Μακιαβέλι.
Το βιβλίο του Βαλαντιέ πραγματεύεται ένα σπουδαίο θέμα. Η πραγμάτευσή του, όμως, εν πολλοίς αδικεί το θέμα του. Ο θεολογικός πυρήνας της σκέψης του Πασκάλ δεν βγαίνει στην επιφάνεια. Κι αντίστοιχα δεν αναδύονται ποτέ τα ευρύτερα ζητήματα που αναφέραμε επί τροχάδην εδώ. Ίσως όμως ο Βαλαντιέ να μη θεωρεί ότι χρειαζόταν να τα συζητήσει ή έστω να τα αναφέρει.
Σε κάθε περίπτωση, ο αναγνώστης έχει να μάθει πολλά διαβάζοντας τούτο το βιβλίο και, κυρίως, να υποψιαστεί για τον πλούτο των ζητημάτων που κρύβονται από πίσω.